Tης νύχτας τα καμώματα…
Η διαδρομή από τη Μαδρίτη για την πόλη του Μεξικό του φάνηκε το λιγότερο περίεργη και ήξερε ότι, όσο και να προσπαθούσε να πείσει τους φίλους του, ότι πέταξαν πάνω από τον Καναδά, δεν θα τα κατάφερνε.
Δώδεκα ώρες μετά την απογείωση τους ανακοίνωσε ο πιλότος ότι σε είκοσι λεπτά θα έφταναν στον προορισμό τους. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να μιλήσει στη γυναίκα που καθόταν δίπλα του, ούτε άρπαξε την εφημερίδα που είχε πετάξει πριν από ώρα κάτω από το κάθισμα του μπροστινού. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, χαμογελώντας στη σκέψη ότι, πριν κλείσει τα τριάντα, δεν θα τολμούσε με τίποτα να το κάνει. Η πόλη σου έδινε την εντύπωση ότι δεν τελείωνε ποτέ.
Θα έπαιρνε το μετρό και θα πήγαινε στο ξενοδοχείο που είχε κλείσει για δέκα ευρώ τη βραδιά στη στάση Χουάρες. Δεν είχε φέρει πολλά ρούχα μαζί του και η διαδρομή από το ένα τέρμιναλ στο άλλο του φάνηκε εύκολη. Όταν μπήκε στο συρμό, συνειδητοποίησε ότι ήταν ο μόνος με σάκο στην πλάτη και ένας από τους ελάχιστους που δεν είχε το παρουσιαστικό ιθαγενή. Τότε συνειδητοποίησε για ποιο λόγο όλοι οι άλλοι έκαναν ουρά στη πιάτσα των ταξί. Δεν φαινόταν να υπάρχει άμεσος κίνδυνος, η κούραση του ταξιδιού όμως σε συνδυασμό με τη διαφορετικότητα των συνεπιβατών τον έκαναν να νιώσει άβολα. Αντανακλαστικά σκέφτηκε ότι το ξενοδοχείο ήταν κεντρικά, με το που έβγαινε από τα έγκατα της γης στα τεχνητά φώτα του δρόμου, θα ένιωθε και πάλι την ασφάλεια που είχε νιώσει στο αεροπλάνο και στο αεροδρόμιο.
Προσπάθησε να παρατηρήσει τους επιβάτες χωρίς να τους προκαλέσει, δημιουργώντας τους την εντύπωση ότι τους κοιτούσε επίμονα. Τι θα έκανε αν του την έπεφταν; Είχε αποφασίσει προκαταβολικά να τους δώσει ότι κουβαλούσε στις τσέπες του, ελπίζοντας πως δεν θα έψαχναν τον σάκο. Μαζί με τα ελάχιστα πέσος είχε και μια κάρτα που έληξε χρόνια πριν. Προσπαθούσε με την άκρη του ματιού του να μαντέψει ποιος ήταν περισσότερο πιθανό να του επιτεθεί, όταν έφτασαν επιτέλους στη στάση, όπου έπρεπε να αλλάξει τρένο. Είδε αρκετούς αστυνομικούς να στέκονται στην αποβάθρα και για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε ασφάλεια και αγαλλίαση στη θέα ενός οργάνου της τάξης.
Ο σταθμός Λα Ράσα ήταν από τους μεγαλύτερους της πόλης. Βγήκε από το βαγόνι και ακολούθησε τις πινακίδες. Η διαδρομή του φάνηκε αιώνια. Στην πραγματικότητα δεν πρέπει να κράτησε περισσότερο από πέντε λεπτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί περπατούσαν τόσο αργά ή μήπως έτρεχε; Παρά τα δεκαπέντε κιλά που είχε στην πλάτη του τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά. Θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα παράξενο θέαμα για όποιον εκείνο το βράδυ επιτελούσε το καθήκον της παρακολούθησης των καμερών, που πινακίδες παντού σε διαβεβαίωναν ότι βρίσκονταν σε λειτουργία. Ένας σάκος να κινείται γρήγορα και να προσπερνά όλους όσους συναντούσε στην πορεία του προσέχοντας την ίδια στιγμή να μην ακουμπήσει κανέναν. Κάποια στιγμή ένα κομμάτι της διαδρομής σκοτείνιασε. Διέκρινε στην οροφή τους πλανήτες και τους αστερισμούς του ηλιακού συστήματος. Η διακόσμηση τους έλειπε, σκέφτηκε, και επιτάχυνε ακόμη περισσότερο τη φρενήρη πορεία του. Σε ελάχιστο χρόνο έφτασε στη σωστή αποβάθρα, για να επιβιβαστεί σχεδόν αμέσως στο τελευταίο τρένο της ημέρας. Η κούραση είχε αρχίσει να τον καταβάλει και το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει στο κρεβάτι του και να ξυπνήσει το πρωί, για να μπει στο αεροπλάνο που θα τον έπαιρνε μακριά από τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου με πληθυσμό υπερδιπλάσιο από αυτόν της πατρίδας του.
Πέντε λεπτά αργότερα έφτασε στη στάση Χουάρες, για να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν και τόσο κεντρικά. Εκτός και αν υπήρχε στην πόλη γενική διακοπή ρεύματος. Η ικανότητα του να προσανατολίζεται ως δια μαγείας τον εγκατέλειψε, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Δεν ήθελε να βγάλει το Lonely Planet στη μέση του δρόμου, οπότε αποφάσισε να ρωτήσει δυο άντρες σε ένα συνεργείο που δεν του φάνηκαν επικίνδυνοι ποια κατεύθυνση έπρεπε να πάρει. Εκείνοι, ευγενικότατοι, του έδειξαν προς την απέναντι πλευρά του δρόμου, προς εκείνη ακριβώς την κατεύθυνση που ευχόταν ολόψυχα να μην είναι η δική του, τον συμβούλεψαν να περπατήσει στο αντίθετο πεζοδρόμιο και γύρισαν στη δουλειά τους. Στον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει, αν ήθελε να φτάσει στο ξενοδοχείο που είχε κλείσει για δέκα ευρώ και το σάιτ έλεγε ότι είναι πολύ κεντρικό, στο αριστερό πεζοδρόμιο για την ακρίβεια, είχαν κάνει κατάληψη αρκετοί άστεγοι που έπιναν και κάπνιζαν φούντα, από όσο μπορούσε να διακρίνει και να μυρίσει.
Αν και είχε την υποψία ότι η είσοδος του ξενοδοχείου του βρισκόταν ακριβώς δίπλα στους φωνακλάδες άστεγους, αποφάσισε να ακολουθήσει την αντίθετη κατεύθυνση. Εκεί ήταν που χάθηκε για τα καλά και κάνοντας την καρδιά του πέτρα έκανε μεταστροφή. Είδε έναν νεαρό να τρέχει προς το μέρος του κλαίγοντας γοερά και κανέναν από τους ελάχιστους που βρίσκονταν στον δρόμο να μην του δίνει την παραμικρή σημασία.
Δεν είχε ποτέ πριν νιώσει κάτι παρόμοιο. Ούτε όταν μικρότερος στο χωριό, στη διαδρομή από την πλατεία για το σπίτι, κρυβόταν στην αυλή των γειτόνων κάθε φορά που έβλεπε τα φώτα ενός περαστικού αυτοκινήτου. Ούτε όταν ανέβαινε τις σκάλες του διώροφου πατρικού του τρέχοντας, για να αποφύγει το αόρατο χέρι που θα τον άρπαζε, αν δεν το έκανε αρκετά γρήγορα.
Χωρίς να το σκεφτεί άρχισε να απομακρύνεται. Μπήκε στο πρώτο ξενοδοχείο που είδε, για να ξεκινήσει ένα παραλήρημα με την ελπίδα ότι κάποιος θα τον έπιανε από το χέρι και θα τον πήγαινε στον προορισμό του. Από μέσα του καταριόταν την τσιγκουνιά του που μονίμως την επεδείκνυε σε λάθος περιστάσεις και σε αυτή την περίπτωση δεν τον άφησε για πέντε ευρώ να κλείσει ένα δωμάτιο σε κάποιο άλλο πραγματικά κεντρικό ξενοδοχείο.
«Καλησπέρα. Έχω κάνει κράτηση για σήμερα σε ένα ξενοδοχείο εδώ κοντά και δεν μπορώ να το βρω. Μήπως ξέρετε εσείς που βρίσκεται;» κατάφερε να ξεστομίσει με μια φωνή εμφανώς επηρεασμένη από ότι είχε δει προηγουμένως.
Ο ρεσεψιονίστ έριξε μια ματιά στο χάρτη και στο χαρτί με την διεύθυνση, βγήκε μαζί του στο δρόμο και του έδειξε το ξενοδοχείο που βρισκόταν στην επόμενη γωνία, ακριβώς πίσω από το στέκι των άστεγων. Τον συμβούλεψε να πάρει το απέναντι πεζοδρόμιο, τον αποχαιρέτησε και κίνησε για το πόστο του. Τότε ήταν που ξέσπασε. Δεν άντεξε στην ιδέα να βρεθεί πάλι μόνος στο δρόμο. «Ξέρετε είναι η πρώτη μου μέρα στην πόλη, πριν από λίγο έφτασα… Μήπως μπορείτε να με συνοδεύσετε;» άκουσε τον εαυτό του να ψελλίζει, χωρίς να νιώθει την παραμικρή ντροπή.
Εκείνος τον κοίταξε περίεργα και κίνησε προς το ξενοδοχείο. Η απόσταση ήταν μικρότερη των πενήντα μέτρων, η ανακούφιση που ένιωσε όμως που δεν είχε να τη διανύσει μόνος του ήταν απερίγραπτη. Στη διαδρομή, σαν για να διασκεδάσει την εντύπωση που δημιούργησε στον άγνωστο, για την οποία δεν ένιωθε και τόσο περήφανος, του είπε ότι, αν ήξερε πως το ξενοδοχείο βρισκόταν σε αυτό το σημείο της πόλης, ποτέ δεν θα είχε πατήσει το πλήκτρο που επιβεβαίωνε την κράτηση. Εκείνος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και, σαν για να τον κάνει με τη σειρά του να νιώσει καλύτερα που επέδειξε μια συμπεριφορά ανάρμοστη για το φύλο του, του έδειξε τον επόμενο δρόμο προς την αντίθετη κατεύθυνση και του είπε ότι από εκείνο το σημείο και μετά η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Η αστυνόμευση ήταν συνεχής και δεν υπήρχε περίπτωση να συναντήσει άστεγους. Με το που τέλειωσε την πρόταση του, έφτασαν στην είσοδο.
Δίχως να του πει τίποτα, του έδωσε να καταλάβει ότι θα το εκτιμούσε ιδιαίτερα, αν έμενε εκεί μαζί του, μέχρι να του ανοίξουν. Έτσι κι έγινε. Του πρόσφερε ότι ψιλά είχε στην τσέπη του, τον ευχαρίστησε τουλάχιστον τρεις φορές και μπήκε σε ένα ξενοδοχείο από τα φτωχικότερα που είχε δει.
Στην υποδοχή δεν υπήρχε ψυχή με την εξαίρεση ενός γηραιού κυρίου που κάτι έβλεπε στην τηλεόραση. Του είπε ότι το δωμάτιο του ήταν στον τέταρτο όροφο και του εξήγησε πως, αν ήθελε να χρησιμοποιήσει το ασανσέρ, έπρεπε πρώτα να πάει στον πέμπτο και στη συνέχεια να κατέβει με τα πόδια. Φεύγοντας είδε έναν άλλο ένοικο να καταφτάνει. Ανατολικοευρωπαίος του φάνηκε.
Με το που βγήκε στο διάδρομο, δεν κατάφερε να βρει τα φώτα. Σαν να μην έφτανε αυτό φανταζόταν τους άστεγους να του έχουν στήσει καρτέρι σε κάποια γωνία και να ψάχνουν τους σάκους του, αφού πρώτα τον είχαν αναισθητοποιήσει. Για καλή του τύχη, άκουσε την πόρτα να ανοίγει και είδε να βγαίνει από το ασανσέρ ο σωτήρας του, ο Ανατολικοευρωπαίος που αρχικά δεν του είχε γεμίσει το μάτι. Εκείνος, δίχως να του πει τίποτα, πάτησε τον διακόπτη που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα του ανελκυστήρα.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου του τρέμοντας. Την έκλεισε αμέσως και κλείδωσε. Χρειαζόταν ένα τσιγάρο. Η επίδραση όσων είχε καπνίσει στη διαδρομή από το τέρμιναλ στο σταθμό του μετρό είχε περάσει. Προσπάθησε χωρίς επιτυχία να ανοίξει το παράθυρο. Δεν πειράζει, σκέφτηκε, ούτως ή άλλως η μόνωση που ήταν ανεπαρκέστατη δεν θα άφηνε τον καπνό να μείνει για πολλή ώρα στο χώρο. Συνειδητοποίησε ότι οι άστεγοι ήταν ακριβώς κάτω από το δωμάτιο του. Μπορούσε να διακρίνει σχεδόν όλα όσα έλεγαν, αν και πολλά δεν έβγαζαν κανένα νόημα.
Έπεσε στο κρεβάτι με την ελπίδα ότι οι φωνές τους θα σταματούσαν σύντομα. Ύστερα από λίγο κατάφερε να μην τους ακούει. Ή είχαν σταματήσει ή ήταν πολύ κουρασμένος. Αυτό δεν σήμαινε ότι θα κοιμόταν τόσο εύκολα. Ένιωσε κάτι να κινείται, χωρίς να είναι σίγουρος αν ήταν ο ίδιος, το κρεβάτι η κάτι μέσα σε αυτό. Η ιδέα μου είναι, σκέφτηκε. Η διαφορά των οκτώ ωρών από τον τόπο προέλευσης δεν ήταν αμελητέα. Όταν αυτή η αίσθηση συνέχισε να επαναλαμβάνεται περιοδικά, κατάλαβε ότι δεν ήταν η ιδέα του ούτε το υποτιθέμενο τζετ λαγκ. Σηκώθηκε και έψαξε τα σεντόνια, δίχως να ανακαλύψει εκεί μέσα τίποτα το περίεργο. Δεν ένιωθε να ζαλίζεται, οπότε, μην μπορώντας να λύσει το μυστήριο, ξαναέπεσε στο κρεβάτι και προσπάθησε να μην το σκέφτεται.
Το ξυπνητήρι χτύπησε στις επτά. Η πτήση του ήταν στις έντεκα και μισή. Θα μπορούσε να πιει με την άνεση του τους δύο καφέδες που είχε πείσει τον εαυτό του ότι χρειαζόταν, για να ξεκινήσει τη μέρα του. Προτίμησε να φύγει όσο γρηγορότερα μπορούσε από το ξενοδοχείο, δίχως να απαντήσει στο ρεσεψιονίστ που ήθελε να μάθει αν ο κύριος θα έπαιρνε πρωινό. Με το που έκλεισε την πόρτα πίσω του, πέρασε αμέσως στο απέναντι πεζοδρόμιο. Στάθηκε για ελάχιστα δευτερόλεπτα να δει τους άστεγους που τόσο τον είχαν τρομοκρατήσει το προηγούμενο βράδυ. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά τον είχαν κάνει να χάσει χρόνια από την ζωή του.
Κατέβηκε τις σκάλες του μετρό αποφεύγοντας τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που σίγουρα θα είχαν εικόνες διαμελισμένων πτωμάτων, θύματα του πολέμου ενάντια στα ναρκωτικά. Μπήκε στο τρένο και στάθηκε σε μια άκρη προσπαθώντας, στην αρχή, να μην κοιτάζει τους συνεπιβάτες του. Λίγη ώρα αργότερα τόλμησε να ρίξει μια ματιά στο βαγόνι, για να συνειδητοποιήσει ότι κανείς δεν τον κοιτούσε περίεργα, κάπου αλλού είχαν στραμμένη την προσοχή τους. Στο σταθμό Λα Ράσα του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι όλοι περπατούσαν πολύ γρήγορα κι όσο και να προσπαθούσε δεν κατάφερνε να τους φτάσει. Παρόλα αυτά δεν άφηνε από τα μάτια του τον σάκο του και συχνά πυκνά έβαζε το χέρι κάτω από την μπλούζα που φορούσε, για να επιβεβαιώσει ότι τα χρήματα και οι κάρτες παρέμεναν στην εσωτερική τσέπη, όπου τα είχε βάλει για μεγαλύτερη ασφάλεια. «Να είστε πολύ προσεκτικοί στο μετρό» έλεγε ο οδηγός.
Ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες που οδηγούσαν στο αεροδρόμιο, άκουσε κάποιον πίσω του να του φωνάζει: «Senor, senor». Αντανακλαστικά έβαλε το χέρι στην τσέπη, για να βγάλει να του δώσει τα πέσος και την ληγμένη κάρτα. Όχι που θα γλίτωνα, σκέφτηκε. Γυρνώντας είδε έναν ιθαγενή με το διαβατήριο του, το δικό του διαβατήριο, στα χέρια του. «Tu passaporte» τον άκουσε να λέει. Του το έδωσε και συνέχισε την πορεία του, πριν προλάβει να τον ευχαριστήσει.
Η διαδρομή από τη Μαδρίτη για την πόλη του Μεξικό του φάνηκε το λιγότερο περίεργη και ήξερε ότι, όσο και να προσπαθούσε να πείσει τους φίλους του, ότι πέταξαν πάνω από τον Καναδά, δεν θα τα κατάφερνε.
Δώδεκα ώρες μετά την απογείωση τους ανακοίνωσε ο πιλότος ότι σε είκοσι λεπτά θα έφταναν στον προορισμό τους. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να μιλήσει στη γυναίκα που καθόταν δίπλα του, ούτε άρπαξε την εφημερίδα που είχε πετάξει πριν από ώρα κάτω από το κάθισμα του μπροστινού. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, χαμογελώντας στη σκέψη ότι, πριν κλείσει τα τριάντα, δεν θα τολμούσε με τίποτα να το κάνει. Η πόλη σου έδινε την εντύπωση ότι δεν τελείωνε ποτέ.
Θα έπαιρνε το μετρό και θα πήγαινε στο ξενοδοχείο που είχε κλείσει για δέκα ευρώ τη βραδιά στη στάση Χουάρες. Δεν είχε φέρει πολλά ρούχα μαζί του και η διαδρομή από το ένα τέρμιναλ στο άλλο του φάνηκε εύκολη. Όταν μπήκε στο συρμό, συνειδητοποίησε ότι ήταν ο μόνος με σάκο στην πλάτη και ένας από τους ελάχιστους που δεν είχε το παρουσιαστικό ιθαγενή. Τότε συνειδητοποίησε για ποιο λόγο όλοι οι άλλοι έκαναν ουρά στη πιάτσα των ταξί. Δεν φαινόταν να υπάρχει άμεσος κίνδυνος, η κούραση του ταξιδιού όμως σε συνδυασμό με τη διαφορετικότητα των συνεπιβατών τον έκαναν να νιώσει άβολα. Αντανακλαστικά σκέφτηκε ότι το ξενοδοχείο ήταν κεντρικά, με το που έβγαινε από τα έγκατα της γης στα τεχνητά φώτα του δρόμου, θα ένιωθε και πάλι την ασφάλεια που είχε νιώσει στο αεροπλάνο και στο αεροδρόμιο.
Προσπάθησε να παρατηρήσει τους επιβάτες χωρίς να τους προκαλέσει, δημιουργώντας τους την εντύπωση ότι τους κοιτούσε επίμονα. Τι θα έκανε αν του την έπεφταν; Είχε αποφασίσει προκαταβολικά να τους δώσει ότι κουβαλούσε στις τσέπες του, ελπίζοντας πως δεν θα έψαχναν τον σάκο. Μαζί με τα ελάχιστα πέσος είχε και μια κάρτα που έληξε χρόνια πριν. Προσπαθούσε με την άκρη του ματιού του να μαντέψει ποιος ήταν περισσότερο πιθανό να του επιτεθεί, όταν έφτασαν επιτέλους στη στάση, όπου έπρεπε να αλλάξει τρένο. Είδε αρκετούς αστυνομικούς να στέκονται στην αποβάθρα και για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε ασφάλεια και αγαλλίαση στη θέα ενός οργάνου της τάξης.
Ο σταθμός Λα Ράσα ήταν από τους μεγαλύτερους της πόλης. Βγήκε από το βαγόνι και ακολούθησε τις πινακίδες. Η διαδρομή του φάνηκε αιώνια. Στην πραγματικότητα δεν πρέπει να κράτησε περισσότερο από πέντε λεπτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί περπατούσαν τόσο αργά ή μήπως έτρεχε; Παρά τα δεκαπέντε κιλά που είχε στην πλάτη του τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά. Θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα παράξενο θέαμα για όποιον εκείνο το βράδυ επιτελούσε το καθήκον της παρακολούθησης των καμερών, που πινακίδες παντού σε διαβεβαίωναν ότι βρίσκονταν σε λειτουργία. Ένας σάκος να κινείται γρήγορα και να προσπερνά όλους όσους συναντούσε στην πορεία του προσέχοντας την ίδια στιγμή να μην ακουμπήσει κανέναν. Κάποια στιγμή ένα κομμάτι της διαδρομής σκοτείνιασε. Διέκρινε στην οροφή τους πλανήτες και τους αστερισμούς του ηλιακού συστήματος. Η διακόσμηση τους έλειπε, σκέφτηκε, και επιτάχυνε ακόμη περισσότερο τη φρενήρη πορεία του. Σε ελάχιστο χρόνο έφτασε στη σωστή αποβάθρα, για να επιβιβαστεί σχεδόν αμέσως στο τελευταίο τρένο της ημέρας. Η κούραση είχε αρχίσει να τον καταβάλει και το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει στο κρεβάτι του και να ξυπνήσει το πρωί, για να μπει στο αεροπλάνο που θα τον έπαιρνε μακριά από τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου με πληθυσμό υπερδιπλάσιο από αυτόν της πατρίδας του.
Πέντε λεπτά αργότερα έφτασε στη στάση Χουάρες, για να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν και τόσο κεντρικά. Εκτός και αν υπήρχε στην πόλη γενική διακοπή ρεύματος. Η ικανότητα του να προσανατολίζεται ως δια μαγείας τον εγκατέλειψε, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Δεν ήθελε να βγάλει το Lonely Planet στη μέση του δρόμου, οπότε αποφάσισε να ρωτήσει δυο άντρες σε ένα συνεργείο που δεν του φάνηκαν επικίνδυνοι ποια κατεύθυνση έπρεπε να πάρει. Εκείνοι, ευγενικότατοι, του έδειξαν προς την απέναντι πλευρά του δρόμου, προς εκείνη ακριβώς την κατεύθυνση που ευχόταν ολόψυχα να μην είναι η δική του, τον συμβούλεψαν να περπατήσει στο αντίθετο πεζοδρόμιο και γύρισαν στη δουλειά τους. Στον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει, αν ήθελε να φτάσει στο ξενοδοχείο που είχε κλείσει για δέκα ευρώ και το σάιτ έλεγε ότι είναι πολύ κεντρικό, στο αριστερό πεζοδρόμιο για την ακρίβεια, είχαν κάνει κατάληψη αρκετοί άστεγοι που έπιναν και κάπνιζαν φούντα, από όσο μπορούσε να διακρίνει και να μυρίσει.
Αν και είχε την υποψία ότι η είσοδος του ξενοδοχείου του βρισκόταν ακριβώς δίπλα στους φωνακλάδες άστεγους, αποφάσισε να ακολουθήσει την αντίθετη κατεύθυνση. Εκεί ήταν που χάθηκε για τα καλά και κάνοντας την καρδιά του πέτρα έκανε μεταστροφή. Είδε έναν νεαρό να τρέχει προς το μέρος του κλαίγοντας γοερά και κανέναν από τους ελάχιστους που βρίσκονταν στον δρόμο να μην του δίνει την παραμικρή σημασία.
Δεν είχε ποτέ πριν νιώσει κάτι παρόμοιο. Ούτε όταν μικρότερος στο χωριό, στη διαδρομή από την πλατεία για το σπίτι, κρυβόταν στην αυλή των γειτόνων κάθε φορά που έβλεπε τα φώτα ενός περαστικού αυτοκινήτου. Ούτε όταν ανέβαινε τις σκάλες του διώροφου πατρικού του τρέχοντας, για να αποφύγει το αόρατο χέρι που θα τον άρπαζε, αν δεν το έκανε αρκετά γρήγορα.
Χωρίς να το σκεφτεί άρχισε να απομακρύνεται. Μπήκε στο πρώτο ξενοδοχείο που είδε, για να ξεκινήσει ένα παραλήρημα με την ελπίδα ότι κάποιος θα τον έπιανε από το χέρι και θα τον πήγαινε στον προορισμό του. Από μέσα του καταριόταν την τσιγκουνιά του που μονίμως την επεδείκνυε σε λάθος περιστάσεις και σε αυτή την περίπτωση δεν τον άφησε για πέντε ευρώ να κλείσει ένα δωμάτιο σε κάποιο άλλο πραγματικά κεντρικό ξενοδοχείο.
«Καλησπέρα. Έχω κάνει κράτηση για σήμερα σε ένα ξενοδοχείο εδώ κοντά και δεν μπορώ να το βρω. Μήπως ξέρετε εσείς που βρίσκεται;» κατάφερε να ξεστομίσει με μια φωνή εμφανώς επηρεασμένη από ότι είχε δει προηγουμένως.
Ο ρεσεψιονίστ έριξε μια ματιά στο χάρτη και στο χαρτί με την διεύθυνση, βγήκε μαζί του στο δρόμο και του έδειξε το ξενοδοχείο που βρισκόταν στην επόμενη γωνία, ακριβώς πίσω από το στέκι των άστεγων. Τον συμβούλεψε να πάρει το απέναντι πεζοδρόμιο, τον αποχαιρέτησε και κίνησε για το πόστο του. Τότε ήταν που ξέσπασε. Δεν άντεξε στην ιδέα να βρεθεί πάλι μόνος στο δρόμο. «Ξέρετε είναι η πρώτη μου μέρα στην πόλη, πριν από λίγο έφτασα… Μήπως μπορείτε να με συνοδεύσετε;» άκουσε τον εαυτό του να ψελλίζει, χωρίς να νιώθει την παραμικρή ντροπή.
Εκείνος τον κοίταξε περίεργα και κίνησε προς το ξενοδοχείο. Η απόσταση ήταν μικρότερη των πενήντα μέτρων, η ανακούφιση που ένιωσε όμως που δεν είχε να τη διανύσει μόνος του ήταν απερίγραπτη. Στη διαδρομή, σαν για να διασκεδάσει την εντύπωση που δημιούργησε στον άγνωστο, για την οποία δεν ένιωθε και τόσο περήφανος, του είπε ότι, αν ήξερε πως το ξενοδοχείο βρισκόταν σε αυτό το σημείο της πόλης, ποτέ δεν θα είχε πατήσει το πλήκτρο που επιβεβαίωνε την κράτηση. Εκείνος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και, σαν για να τον κάνει με τη σειρά του να νιώσει καλύτερα που επέδειξε μια συμπεριφορά ανάρμοστη για το φύλο του, του έδειξε τον επόμενο δρόμο προς την αντίθετη κατεύθυνση και του είπε ότι από εκείνο το σημείο και μετά η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Η αστυνόμευση ήταν συνεχής και δεν υπήρχε περίπτωση να συναντήσει άστεγους. Με το που τέλειωσε την πρόταση του, έφτασαν στην είσοδο.
Δίχως να του πει τίποτα, του έδωσε να καταλάβει ότι θα το εκτιμούσε ιδιαίτερα, αν έμενε εκεί μαζί του, μέχρι να του ανοίξουν. Έτσι κι έγινε. Του πρόσφερε ότι ψιλά είχε στην τσέπη του, τον ευχαρίστησε τουλάχιστον τρεις φορές και μπήκε σε ένα ξενοδοχείο από τα φτωχικότερα που είχε δει.
Στην υποδοχή δεν υπήρχε ψυχή με την εξαίρεση ενός γηραιού κυρίου που κάτι έβλεπε στην τηλεόραση. Του είπε ότι το δωμάτιο του ήταν στον τέταρτο όροφο και του εξήγησε πως, αν ήθελε να χρησιμοποιήσει το ασανσέρ, έπρεπε πρώτα να πάει στον πέμπτο και στη συνέχεια να κατέβει με τα πόδια. Φεύγοντας είδε έναν άλλο ένοικο να καταφτάνει. Ανατολικοευρωπαίος του φάνηκε.
Με το που βγήκε στο διάδρομο, δεν κατάφερε να βρει τα φώτα. Σαν να μην έφτανε αυτό φανταζόταν τους άστεγους να του έχουν στήσει καρτέρι σε κάποια γωνία και να ψάχνουν τους σάκους του, αφού πρώτα τον είχαν αναισθητοποιήσει. Για καλή του τύχη, άκουσε την πόρτα να ανοίγει και είδε να βγαίνει από το ασανσέρ ο σωτήρας του, ο Ανατολικοευρωπαίος που αρχικά δεν του είχε γεμίσει το μάτι. Εκείνος, δίχως να του πει τίποτα, πάτησε τον διακόπτη που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα του ανελκυστήρα.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου του τρέμοντας. Την έκλεισε αμέσως και κλείδωσε. Χρειαζόταν ένα τσιγάρο. Η επίδραση όσων είχε καπνίσει στη διαδρομή από το τέρμιναλ στο σταθμό του μετρό είχε περάσει. Προσπάθησε χωρίς επιτυχία να ανοίξει το παράθυρο. Δεν πειράζει, σκέφτηκε, ούτως ή άλλως η μόνωση που ήταν ανεπαρκέστατη δεν θα άφηνε τον καπνό να μείνει για πολλή ώρα στο χώρο. Συνειδητοποίησε ότι οι άστεγοι ήταν ακριβώς κάτω από το δωμάτιο του. Μπορούσε να διακρίνει σχεδόν όλα όσα έλεγαν, αν και πολλά δεν έβγαζαν κανένα νόημα.
Έπεσε στο κρεβάτι με την ελπίδα ότι οι φωνές τους θα σταματούσαν σύντομα. Ύστερα από λίγο κατάφερε να μην τους ακούει. Ή είχαν σταματήσει ή ήταν πολύ κουρασμένος. Αυτό δεν σήμαινε ότι θα κοιμόταν τόσο εύκολα. Ένιωσε κάτι να κινείται, χωρίς να είναι σίγουρος αν ήταν ο ίδιος, το κρεβάτι η κάτι μέσα σε αυτό. Η ιδέα μου είναι, σκέφτηκε. Η διαφορά των οκτώ ωρών από τον τόπο προέλευσης δεν ήταν αμελητέα. Όταν αυτή η αίσθηση συνέχισε να επαναλαμβάνεται περιοδικά, κατάλαβε ότι δεν ήταν η ιδέα του ούτε το υποτιθέμενο τζετ λαγκ. Σηκώθηκε και έψαξε τα σεντόνια, δίχως να ανακαλύψει εκεί μέσα τίποτα το περίεργο. Δεν ένιωθε να ζαλίζεται, οπότε, μην μπορώντας να λύσει το μυστήριο, ξαναέπεσε στο κρεβάτι και προσπάθησε να μην το σκέφτεται.
Το ξυπνητήρι χτύπησε στις επτά. Η πτήση του ήταν στις έντεκα και μισή. Θα μπορούσε να πιει με την άνεση του τους δύο καφέδες που είχε πείσει τον εαυτό του ότι χρειαζόταν, για να ξεκινήσει τη μέρα του. Προτίμησε να φύγει όσο γρηγορότερα μπορούσε από το ξενοδοχείο, δίχως να απαντήσει στο ρεσεψιονίστ που ήθελε να μάθει αν ο κύριος θα έπαιρνε πρωινό. Με το που έκλεισε την πόρτα πίσω του, πέρασε αμέσως στο απέναντι πεζοδρόμιο. Στάθηκε για ελάχιστα δευτερόλεπτα να δει τους άστεγους που τόσο τον είχαν τρομοκρατήσει το προηγούμενο βράδυ. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά τον είχαν κάνει να χάσει χρόνια από την ζωή του.
Κατέβηκε τις σκάλες του μετρό αποφεύγοντας τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που σίγουρα θα είχαν εικόνες διαμελισμένων πτωμάτων, θύματα του πολέμου ενάντια στα ναρκωτικά. Μπήκε στο τρένο και στάθηκε σε μια άκρη προσπαθώντας, στην αρχή, να μην κοιτάζει τους συνεπιβάτες του. Λίγη ώρα αργότερα τόλμησε να ρίξει μια ματιά στο βαγόνι, για να συνειδητοποιήσει ότι κανείς δεν τον κοιτούσε περίεργα, κάπου αλλού είχαν στραμμένη την προσοχή τους. Στο σταθμό Λα Ράσα του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι όλοι περπατούσαν πολύ γρήγορα κι όσο και να προσπαθούσε δεν κατάφερνε να τους φτάσει. Παρόλα αυτά δεν άφηνε από τα μάτια του τον σάκο του και συχνά πυκνά έβαζε το χέρι κάτω από την μπλούζα που φορούσε, για να επιβεβαιώσει ότι τα χρήματα και οι κάρτες παρέμεναν στην εσωτερική τσέπη, όπου τα είχε βάλει για μεγαλύτερη ασφάλεια. «Να είστε πολύ προσεκτικοί στο μετρό» έλεγε ο οδηγός.
Ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες που οδηγούσαν στο αεροδρόμιο, άκουσε κάποιον πίσω του να του φωνάζει: «Senor, senor». Αντανακλαστικά έβαλε το χέρι στην τσέπη, για να βγάλει να του δώσει τα πέσος και την ληγμένη κάρτα. Όχι που θα γλίτωνα, σκέφτηκε. Γυρνώντας είδε έναν ιθαγενή με το διαβατήριο του, το δικό του διαβατήριο, στα χέρια του. «Tu passaporte» τον άκουσε να λέει. Του το έδωσε και συνέχισε την πορεία του, πριν προλάβει να τον ευχαριστήσει.