Ο  Κόσμος του Αντώνη
  • Home
  • Διηγήματα
    • Το πορτοκαλί φουστάνι
    • Κυριακή πρωί
    • Tης νύχτας τα καμώματα…
    • The Australian dream Vs Greek reality
    • Ευθανασία
    • Για ιερό σκοπό
    • Πριν το τέλος…
    • Αχ Ευρώπη!
    • Ζωή σε έναν Ειρηνικό Νέο Κόσμο
    • Η Μαρίνα της βιομηχανικής
    • Εκεί που δεν το περιμένεις
    • H χοντρή
  • Τα μικρά
    • Αυγουστιάτικο φεγγάρι
    • Η απεργία
    • Σαββατοκύριακο στη Σαμοθράκη
  • Μια ενδιαφέρουσα πρόταση (Μυθιστόρημα)
    • Ι. Η επίσκεψη
    • ΙΙ. Η πρόταση
    • ΙΙΙ. H μάνα
    • IV. Μαρία
    • V. Μάθιου
    • VI. Χαρά
    • VIΙ. Περιμένοντας
    • VIII. Η θεία
    • IX. Τα παρατσούκλια/ Ο Τάκης
    • X. Επιστροφή
    • Επίλογος
  • Forum
  • Βιογραφικό
  • Επικοινωνία
  • Links
ΙΙΙ.  H μάνα

   Μια ακόμη μέρα που δεν είχε προγραμματίσει να πιεί τίποτα. Μετά τα πρώτα ποτήρια κρασί σε κούπα του καφέ άνοιξε μια μπύρα και κάθισε στο μικρό καναπέ του καθιστικού, δίχως να προσπαθήσει αυτή τη φορά να παραλλάξει το αλκοόλ. Η μάνα του κατάλαβε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή. Είχαν περάσει αρκετές ώρες από τότε που ξύπνησε και το κρασί τον έκανε περισσότερο δεκτικό σε ερωτήσεις σχετικά με ζητήματα που θεωρούσε τελειωμένα και δεν επιθυμούσε να διαπραγματευτεί, όχι νηφάλιος.

   «Πως είναι ο Μάθιου;» η πρώτη ερώτηση.

   «Καλά».

   «Θα έρθει μαζί σου στην Ελλάδα του χρόνου;»

   «Ρε μάνα, τί ερώτηση είναι αυτή; Φυσικά και θα έρθει μαζί μου».

   Ακολούθησε μια μικρή σιωπή. Ήξερε καλά ότι ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει. Δεν ήταν αρνητικός, ας τον ρώταγε ότι ήθελε. Δεν της δινόταν συχνά η δυνατότητα. Τις περισσότερες φορές δεν της το επέτρεπε, τις υπόλοιπες τύχαινε να είναι ο πατέρας του μαζί τους. Σε καμιά περίπτωση δεν θα τολμούσε να συζητήσει μπροστά του για θέματα που θεωρούσε ότι εκείνος δεν έπρεπε να μάθει. Όταν τους επισκέπτονταν η αδερφή της, μην μπορώντας να κρατηθεί ξύπνια μετά τα μεσάνυχτα, δεν κατάφερνε να πάρει μέρος στις συζητήσεις τους. Τα μάθαινε όλα από δεύτερο χέρι. Τη μια φορά την εβδομάδα που μιλούσαν στο τηλέφωνο η κουβέντα δεν ξέφευγε σχεδόν ποτέ από τα καθιερωμένα, τα σχετικά με τον καιρό, τον μικρό αδερφό, την υγεία και τη δουλειά της. Δεν θα έχανε την ευκαιρία.

   «Εσύ, παιδί μου, δεν θα παντρευτείς;» έσκασε η ερώτηση εκεί που δεν την περίμενε.

   Μερικές φορές του έδινε την εντύπωση αυτιστικού. Όπως τότε που της αποκάλυψε ότι κάπνιζε φούντα. Σε μια προσπάθεια να φανεί προοδευτική έδειξε να αποδέχεται το πάθος του, με αποτέλεσμα να μην αναγκάζεται να κρύβει την παράνομη ουσία ανάμεσα σε βιβλία και κουτιά με παπούτσια, για να ανακαλύψει στη συνέχεια ότι, όταν καθάρισε το δωμάτιο του, φρόντισε να εξαφανίσει από το κουτί με τα κέρματα το μόνο του ηρεμιστικό. Για να τον προστατέψει.

   «Γιατί το έκανες;» την είχε ρωτήσει κι εκείνη να στέκεται στην πόρτα του δωματίου αμίλητη και, το κυριότερο, δίχως να αποκαλύπτει που την είχε κρύψει, εξασκώντας το πανάρχαιο δικαίωμα της Ελληνίδας  μητέρας να συμπεριφέρεται στο γιο της ως ανήλικο, ακόμη και όταν αυτός είναι πια στα μισά της τρίτης δεκαετίας της ζωής του.

   Έτσι και τώρα. Επέμενε να ανακινεί ζητήματα που από καιρό τα θεωρούσε λήξαντα.

   «Δεν τα έχουμε πει; Πώς να παντρευτώ; Και τον Μάθιου τι θα τον κάνω, κουμπάρο;»

   Η αλήθεια είναι ότι, όταν της είχε αποκαλύψει με ένα γράμμα την ιδιαιτερότητα του, στις πολύωρες συζητήσεις που ακολούθησαν στο τηλέφωνο άφησε κάποιες πιθανότητες δικής του μεταστροφής. «Η μάνα σου είναι άρρωστη» επέμενε η θεία. Τον έπεισε στο τέλος. Είχαν  περάσει χρόνια από τότε. Τίποτα δεν άλλαξε. Πότε θα το έπαιρνε απόφαση;

   «Γιατί θέλεις να παντρευτώ;» τη ρώτησε, κι ας ήξερε την απάντηση.

   «Μα για να κάνεις παιδιά».

   Δεν μπορούσε να πιστέψει την εμμονή της με τα παιδιά. Φαίνεται πως οι αντιξοότητες την έκαναν να πιστεύει ακόμη περισσότερο στην απόκτηση απογόνων. Σαν να προσδοκούσε ότι θα εξαφανίζονταν τα προβλήματα και θα επανέρχονταν η αισιοδοξία στην καθημερινότητα της.

   «Και τι θες να παντρευτώ και να κάνω κάποιον άλλο δυστυχισμένο;»

   «Δεν σου αρέσουν τα παιδιά;» πέρασε σε μια ρητορική ερώτηση, προσπαθώντας να αποφύγει την παγίδα που της έστησε. Η επιθυμία της να αποκτήσει εγγόνια ήταν μεγαλύτερη από τη σκέψη της για τρίτα πρόσωπα. Αποφάσισε να μην την παιδέψει άλλο.

   «Ξέρεις υπάρχουν και άλλοι τρόποι, πέρα από το γάμο» άρχισε. «Η Μαρία, τη θυμάσαι τη Μαρία, μου ζήτησε να κάνουμε παιδί»

   Με μιας η έκφραση του προσώπου της άλλαξε. Την απογοήτευση διαδέχτηκε μια χαρά που χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια, για να την συγκρατήσει. Πως έγινε πάλι αυτό; Τα τελευταία χρόνια ο γιος της ζούσε μακριά και όλο αυτό το διάστημα δεν έδειξε κανένα σημάδι αλλαγής. Συνέχεια με τον Μάθιου ήταν και μιλούσε για εκείνον σαν να επρόκειτο για τον έρωτα της ζωής του. Ακόμη κι όταν τον ρωτούσε για την επαγγελματική του αποκατάσταση, για τη συμβολή του στα έξοδα, πάντοτε έβρισκε κάτι να της πει. «Πρόσφατα πούλησε έναν πίνακα. Δεν είναι εύκολο να βρεις δουλειά σε μια χώρα, όταν δεν μιλάς τη γλώσσα και είναι ακόμη πιο δύσκολο να πουλήσεις πίνακες σε ανθρώπους που δεν έχουν χρήματα». Δεν τον καταλάβαινε. Για πόσο ακόμη θα τον συντηρούσε; Ο Μάθιου ποτέ δεν είχε χρήματα. Όπου και να πήγαιναν ο γιός της πλήρωνε. Είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι εκείνος δεν τον άφηνε να βρει δουλειά, όπως έκανε παλιότερα ο πατέρας του. Μήπως οι ευχές της έγιναν πραγματικότητα; Μήπως όλο αυτό το διάστημα των τελευταίων χρόνων δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης, στον οποίο αποφάσισε να δώσει τέλος; Δεν τον ρώτησε τίποτα. Το σημαντικό ήταν ότι θα έσπαγε, επιτέλους, ο κύκλος της μη τεκνοποίησης που μάστιζε την οικογένεια τους. Ο αδερφός της παντρεμένος δέκα χρόνια παιδιά δεν απέκτησε. Η αδερφή της το ίδιο. Ήταν η μόνη.

   «Ξέρεις, μάνα, δεν θα παντρευτούμε. Παιδί μου ζήτησε να κάνουμε. Όλα θα μείνουν ως έχουν».

   «Να το κάνεις» του είπε άμεσα, δίνοντας του την εντύπωση πως ούτε καν το σκέφτηκε.

    Μήπως εκείνη που παντρεύτηκε από έρωτα μεγάλωσε τα παιδιά της καλύτερα; Λίγα προβλήματα είχαν; Και οι ατέλειωτοι καβγάδες; Δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό της, κι ας της είχε πει πολλές φορές ότι δεν έφταιγε. Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται διαφορετικοί.

   «Δεν ξέρω αν κατάλαβες τι σου λέω» συνέχισε. «Η  Μαρία δεν μου ζητάει να γίνω πατέρας, δωρητή σπέρματος ψάχνει. Μην περιμένεις το εγγόνι σου να σε επισκέπτεται κάθε Σαββατοκύριακο. Δεν ξέρω, δεν ξέρω πως θα είναι ούτε αν θέλω να το κάνω.

   Δεν είπε τίποτα. Και εκείνος παρέμεινε σιωπηλός. Σαν να προσπαθούσαν να ζυγίσουν τα πράγματα. Για πρώτη φορά δεν θα άφηνε τον παρορμητισμό του να τον κυριεύσει. Στο παρελθόν έκανε ότι ένιωθε, χωρίς να σκέφτεται τις αντικειμενικές συνθήκες και τις μελλοντικές συνέπειες όσων αποφάσιζε στη στιγμή. Κάποιες φορές η εξέλιξη ήταν θετική, άλλες αρνητική και κάποιες άλλες αμφίβολη. Όπως έγινε με την απόφαση του να ζητήσει από τον Μάθιου να τον ακολουθήσει τάζοντας του ότι, ότι και να συνέβαινε, πάντοτε θα ήταν δίπλα του. Συνήθως δεν το σκεφτόταν, ήταν σίγουρος για την ευτυχία του. Άλλοτε, μετά από έναν βίαιο καβγά, που ακολουθούσε ένα μεθύσι, αναρωτιόταν πως θα ήταν, αν δεν είχε κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή. Αυτή τη φορά δεν έπρεπε να έχει την παραμικρή αμφιβολία.

   Έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος της. Μπορούσε να διακρίνει στο πρόσωπο της την απογοήτευση. Γιατί επέμενε τόσο;  Επειδή πίστευε ότι τα παιδιά θα τον έκαναν ευτυχισμένο, ότι θα έδιναν νόημα στη ζωή του ή γιατί θα έδιναν νόημα στη δική της ζωή και θα εξαφάνιζαν, έστω και πρόσκαιρα, το βαρύ κλίμα;

 Εκείνος γιατί ήθελε να κάνει παιδιά; Για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του, για να έχει κάποιον να τον κοιτάξει στα γεράματα; Αφού τίποτα από αυτά δεν τον ενδιέφερε. Γιατί να θέλει να κάνει παιδί από τη στιγμή που δεν θα είχε καν τη δυνατότητα να το δει να μεγαλώνει; Μόνο και μόνο για να πει ότι είχε κάνει αυτό που έπρεπε και να απαιτήσει στη συνέχεια να τον αφήσουν να ζήσει όπως ήθελε; Αφού δεν τον ένοιαζε η γνώμη του κόσμου, αφού πάντοτε ήθελε να είναι διαφορετικός. Γιατί; Για να δει να επαναλαμβάνονται τα λάθη του από έναν άλλον;

   «Πρέπει να το συζητήσετε, να ξεκαθαρίσετε τι θέλετε» του είπε με την ελπίδα ότι κάτι θα γινόταν και δεν θα έμεναν στα λόγια. 

Powered by Create your own unique website with customizable templates.